Τα μωρά που τρέφονται με μητρικό γάλα βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση |
Ο άνθρωπος άρχισε
να χρησιμοποιεί ως τροφή του το γάλα άλλων θηλαστικών πριν από 10.000
περίπου χρόνια, περίοδο που υπολογίζεται ότι τα εξημέρωσε. Πρακτικά όμως μόνο στις αρχές του 20ου αιώνα επεχείρησε να θρέψει το νεογέννητο του με γάλα άλλο από το δικό του και κυρίως αγελαδινό.
Αρχικά, το γάλα της αγελάδας χαρακτηρίστηκε ως «γάλα των φτωχών», γιατί με αυτό τρέφονταν μωρά που οι μητέρες τους δεν είχαν οι ίδιες γάλα και δεν διέθεταν την οικονομική ευχέρεια να αγοράσουν γάλα από άλλη γυναίκα, την τροφό.
Τα αποτελέσματα αυτής της τακτικής υπήρξαν καταστροφικά. Τα βρέφη που τρέφονταν με αγελαδινό γάλα πολύ συχνά πέθαιναν, κυρίως από μολυσματικές νόσους.
Με την πρόοδο της επιστήμης
και την ανάπτυξη της βιομηχανίας το γάλα της αγελάδας αποστειρώθηκε και
τροποποιήθηκε έτσι ώστε να ανταποκρίνεται επαρκέστερα στις ανάγκες του
μωρού του ανθρώπου. Η βιομηχανοποίηση του αγελαδινού γάλακτος, συνεπικουρούμενη από τη μαζική μετανάστευση των ανθρώπων σε μεγάλα αστικά κέντρα,
την αλλαγή της δομής της οικογένειας και την εργασία της γυναίκας έξω
από το σπίτι, οδήγησε στη χρησιμοποίηση του ως τροφή του μωρού (τεχνητή
διατροφή) σε ποσότητα μέχρι και 90%. Η άμεση και άνευ ηθικών φραγμών διαφήμιση
του βιομηχανικού αυτού προϊόντος, που ταύτιζε τη χρήση του με την
οικονομική ευμάρεια, την κοινωνική ανέλιξη και το μοντέρνο τρόπο ζωής,
συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση αυτού του αποτελέσματος. Σημειώνεται
ότι η μεταστροφή αυτή ξεκίνησε ατυχώς από τις πολιτιστικά αναπτυγμένες
χώρες για να περάσει τελικά και στις αναπτυσσόμενες χώρες του τρίτου
κόσμου. Η μείωση της συχνότητας του μητρικού θηλασμού κορυφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στην περίοδο όμως αυτή
παράλληλα τεκμηριώνονται και συνειδητοποιούνται τα σημαντικά
πλεονεκτήματα του μητρικού θηλασμού και αρχίζει παγκόσμια σταυροφορία με
στόχο την επιστροφή σ’ αυτόν. Τα αποτελέσματα της προσπάθειας αυτής είναι ήδη ελπιδοφόρα.
Τα μωρά που τρέφονται με μητρικό γάλα βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση γιατί:
Αρρωσταίνουν λιγότερες φορές
και ελαφρότερα σε σύγκριση με τα παιδιά που τρέφονται με αγελαδινό
γάλα. Αυτό οφείλεται στις ειδικές αμυντικές ουσίες που περιέχει το
μητρικό γάλα και στην μικρότερη πιθανότητα μόλυνσης του από το
περιβάλλον, αφού απομυζάτε απευθείας από το μαστό και έτσι δεν
παρεμβάλλονται φιάλες, θηλές και νερό, όπως συμβαίνει με τη χορήγηση
βιομηχανοποιημένου αγελαδινού γάλακτος. Ο κίνδυνος μόλυνσης από
το περιβάλλον ισχύει ιδιαίτερα για τις αναπτυσσόμενες χώρες που το
μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο του πληθυσμού τους δεν επιτρέπουν
ικανοποιητικές συνθήκες καθαριότητας.
Σπανιότερα εκδηλώνουν αλλεργικές παθήσεις,
όπως για παράδειγμα άσθμα και έκζεμα. Η συχνότερη εμφάνιση αλλεργίας
στα παιδιά που τρέφονται με αγελαδινό γάλα οφείλεται κυρίως στο είδος
της πρωτεΐνης που περιέχει. Επισημαίνεται η ανάγκη, ιδιαίτερα για
τα παιδιά που έχουν ιστορικό οικογενειακής προδιάθεσης στην αλλεργία,
να διατρέφονται αποκλειστικά με μητρικό γάλα τους πρώτους 6 μήνες της
ζωής.
Σπανιότερα εκδηλώνουν αναιμία από έλλειψη σιδήρου. Σημειώνεται ότι το μητρικό και το αγελαδινό γάλα έχουν την ίδια περιεκτικότητα σε σίδηρο. Ο σίδηρος όμως
του μητρικού γάλακτος απορροφάται σε ποσοστό 50%, σε αντίθεση με το
σίδηρο του αγελαδινού που απορροφάται σε ποσοστό μόνο 10%.
Σπανιότερα παθαίνουν ραχίτιδα (πάθηση με κακή ποιότητα των οστών) από έλλειψη βιταμίνης D, χωρίς να έχει διευκρινισθεί η αιτία αυτής της διαφοράς. Σημειώνεται ότι
το μειονέκτημα αυτό του αγελαδινού γάλακτος όπως και το προηγούμενο
αντιμετωπίζονται ικανοποιητικά με την προσθήκη σιδήρου και βιταμίνης D.
Σπανιότερα γίνονται παχύσαρκα. Αυτό οφείλεται στο ότι η ποσότητα του μητρικού γάλακτος δεν είναι απεριόριστη όπως μπορεί να συμβεί με το αγελαδινό γάλα. Εξάλλου το λίπος
που φέρνει τον κορεσμό αυξάνεται προοδευτικά στη διάρκεια του θηλασμού,
με αποτέλεσμα να περιορίζεται η ποσότητα γάλακτος που λαμβάνεται. Επισημαίνεται ότι η παχυσαρκία του παιδιού, που είναι πιθανόν να συνεχισθεί στην ενήλικο ζωή του, δεν είναι μόνον αντιαισθητική
αλλά και ανθυγιεινή, αφού διευκολύνει την εγκατάσταση νοσημάτων φθοράς,
όπως είναι η αρτηριακή υπέρταση, η στεφανιαία νόσος (στηθάγχη, έμφραγμα
μυοκαρδίου) και ο σακχαρώδης διαβήτης.
Έχουν ευκολότερο ύπνο, αφού το μητρικό γάλα περιέχει μια ειδική ουσία (πεπτίδιο δέλτα). Συνδέονται συναισθηματικά στενότερα με τη μητέρα τους. Τα μωρά που θηλάζουν δέχονται πληθώρα ερεθισμάτων, νοιώθουν τη ζεστασιά του κορμιού της μάνας τους, μυρίζουν το άρωμα της, ακούν τη φωνή της, βλέπουν το πρόσωπο της και γεύονται το γάλα της. Έτσι, ακόμη και αν δεν υπήρχαν όλα τα άλλα, γνωστά και άγνωστα, πλεονεκτήματα του μητρικού θηλασμού και μόνη η κάλυψη των συναισθηματικών αναγκών του παιδιού θα αρκούσε για να προτιμηθεί ως τρόπος διατροφής του μωρού.
Ο
μητρικός θηλασμός πλεονεκτεί για τη μάνα που τη βοηθεί να διατηρήσει
λεπτή σιλουέτα και την οικογένεια που περιορίζει τα έξοδα της.
Ο μητρικός θηλασμός λοιπόν αποτελεί το υγιεινότερο, ασφαλέστερο και οικονομικότερο σύστημα διατροφής του μωρού και το πρώτο αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα, το οποίο κανένας δεν έχει το δικαίωμα να του στερήσει.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου